μοραλισμός

μοραλισμός
(moralismus). Φιλοσοφικός όρος, που αποδίδεται στα ελληνικά ως ηθικοκρατία. Βλ. λ. ηθικοκρατία ή μοραλισμός.
* * *
ο
1. οι θεωρίες και τα δόγματα τών μοραλιστών
2. η κίνηση και το έργο τών μοραλιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moralism (< λατ. moralis, -is, -e «ηθικός» + -ισμός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηθική βλάβη ηθικοκρατία ή μοραλισμός — Φιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ηθική, με βασική αρχή την πράξη. Σύμφωνα με αυτό, η ηθικότητα αποτελεί το ύψιστο αγαθό, τον υπέρτατο νόμο, τον ύψιστο σκοπό της ανθρώπινης ύπαρξης και τον τελικό προορισμό του κόσμου. Ο Ολέ Λαπρίν… …   Dictionary of Greek

  • μοραλίστας — ο 1. ο ηθ(ικ)ολόγος και ηθικός φιλόσοφος, με μειωτική σημασία, δηλ. ο υποστηρικτής μονόπλευρου ηθικού δόγματος 2. ο παρατηρητής τών τρόπων ζωής τού ανθρώπου, ο οποίος, χωρίς να προϋποθέτει δογματικές αρχές τού ηθικώς πράττειν, περιγράφει,… …   Dictionary of Greek

  • Μπέτι, Ούγκο — (Hugo Betti, Καμερίνο 1892 – Ρώμη 1953). Ιταλός ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε νεότατος τις Παραλλαγές του Κάτουλλου· στρατεύτηκε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και πέρασε μια μεγάλη περίοδο στην… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Σάνκτις, Φραντσέσκο — (Francesco De Sanctis, Μόρα Ιρπίνο [σημερινό Μόρα ντε Σάνκτις] 1817 – Νάπολη 1883). Ιταλός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάπολης του 1848, φυλακίστηκε από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”